- βάβα, η
- βάβα, η και βαβά,η η γιαγιά, η γριά, η ηλικιωμένη γυναίκα: Η βαβά ανέβαινε τα σκαλοπάτια με δυσκολία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαβά — (I) (AM βαβαί) επιφών. (εκφράζει λύπη) αχ! πω πω! αρχ. εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβάζω, παπαί). Το λατ. babae είναι δάνειο από την Ελληνική]. (II) το (λ. της παιδικής γλώσσας) 1. πληγή, χτύπημα, τραύμα 2.… … Dictionary of Greek
βαβαί — (AM) βλ. βαβά … Dictionary of Greek
μαμ — και μαμά και μαμμά, το 1. (στη βρεφική γλώσσα) η τροφή, το φαγητό, και ιδίως το ψωμί 2. φρ. «μαμ και νάνι» λέγεται για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την ικανοποίηση τών αναγκών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής παιδικής γλώσσας (πρβλ. κοκό,… … Dictionary of Greek
μπάμπω — και βάβω και βάβα, η 1. γιαγιά, μάμμη 2. (κατ επέκτ.) πολύ γριά γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. babo, κλητ. τού baba «γριά»] … Dictionary of Greek
Καβύλη — I Αρχαία πόλη της βόρειας Θράκης, στους πρόποδες του Αίμου. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ήταν χτισμένη στις όχθες του Στρυμόνα, κοντά στην Αμφίπολη. Άλλοι όμως την τοποθετούν σε μια περιοχή περίπου 20 χλμ. Α της Αδριανούπολης, στο… … Dictionary of Greek
babă — BÁBĂ, babe, s.f. I. Femeie în vârstă înaintată; femeie trecută de tinereţe; băbătie, babetă1. ♦ spec. Femeie bătrână care vindecă bolile prin mijloace empirice, prin vrăji, prin descântece etc. ♢ Zilele babei (sau babelor) sau babele = primele… … Dicționar Român
gʷā-, gʷem- — gʷā , gʷem English meaning: to go, come Deutsche Übersetzung: “gehen, kommen; zur Welt kommen, geboren werden” Note: Root gʷü , gʷem : “to go, come” from zero grade of Root aĝ (*heĝ ): “to lead, *drive cattle”. Material:… … Proto-Indo-European etymological dictionary